- πτυελισμός
- ὁ, Αβλ. πτυαλισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτυελισμός — salivation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυελισμοῦ — πτυελισμός salivation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυελισμόν — πτυελισμός salivation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυαλισμός — και πτυελισμός, ο, ΝΜΑ [πτυαλίζω / πτυελίζω] η σιαλόρροια … Dictionary of Greek